γενναιόφρων

γενναιόφρων
-ον (Μ γενναιόφρων, -ον)
αυτός που έχει γενναίο φρόνημα
νεοελλ.
1. ο χωρίς πάθη, ανεξίκακος
2. γενναιόδωρος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενναίος + -φρων < φρην (φρενός) (πρβλ. άφρων, εύφρων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευγενής — ές (ΑΜ εὐγενής, ές, Α εὐηγενής, ὲς και ἠϋγενής, ές) 1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά 2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.) 3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.) 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • γενναίος — α, ο (AM γενναῑος, α, ον, Α και ος, ον) μεγαλόψυχος, ανδρείος νεοελλ. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, άφθονος («πήρε γενναία αμοιβή») μσν. (για βάδισμα) γρήγορος αρχ. 1. αυτός που έχει τα γνωρίσματα τής γενιάς του, τής καταγωγής του 2. ο υψηλής… …   Dictionary of Greek

  • γενναιοφροσύνη — η 1. ευγένεια φρονήματος, μεγαλοψυχία 2. γενναιοδωρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενναιόφρων. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Φίλιππο Ιωάννου] …   Dictionary of Greek

  • γερμανόφρων — ο, η αυτός που συμφωνεί με την πολιτική τών Γερμανών και εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Γερμανός + φρων < φρην (φρενός) (πρβλ. άφρων, γενναιόφρων). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”